- ἰσάρχων
- ἰσ-άρχων, οντος, ὁ,A equitable ruler, POxy.41.12,28 (iii/iv A.D.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ισάρχων — ἰσάρχων, ὁ (Α) πάπ. δίκαιος άρχοντας. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσ(ο) * + ἄρχων] … Dictionary of Greek
ισ(ο)- — (ΑΜ ἰσ[ο]) α συνθ. λέξεων τής Αρχαίας Μεσαιωνικής και Νέας Ελληνικής με μεγάλη παραγωγικότητα που σημαίνει: α) ισότητα ή ομοιότητα προς αυτό που δηλώνει το β συνθ. (ἴσανδρος, ἰσάνθρωπος, ἰσαπόστολος) β) ισοδυναμία ή ισοτιμία τού α προς το β συνθ … Dictionary of Greek